Πρωτοχρονιά: Εκτός από τα πολλά γνωστά έθιμα της Πρωτοχρονιάς, κάθε περιοχή της Ελλάδας έχει τις δικές της παραδόσεις που περνούν από γενιά σε γενιά και διατηρούνται ζωντανές έως και σήμερα.
Από την "καλή χέρα" έως τους Μωμόγερους...
Στην Καβάλα διατηρούνται τα έθιμα που έφεραν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Σπάνε το ρόδι μπροστά στην είσοδο του σπιτιού για καλή τύχη, αλλά μεταφέρουν και μια πέτρα μέσα στο σπίτι για είναι στέρεο και η οικογένεια γερή για όλη τη χρονιά.
Στα δυτικά του νομού Καβάλας, την πρώτη μέρα κάθε νέου χρόνου διατηρούν ακόμα αναλλοίωτο το έθιμο του «ποδαρικού» όπου τα πιο μικρά παιδιά επισκέπτονται όλα τα σπίτια του οικισμού μπαίνοντας μέσα σε αυτά με το δεξί πόδι, λένε ευχές στους νοικοκύρηδες του σπιτιού και δέχονται γλυκά και δώρα.
Το βασιλόψωμο τρώγεται ανήμερα του Αγίου Βασιλείου και εκτός από αλεύρι οι νοικοκυρές βάζουν μέσα ρεβύθι αλεσμένο, βασιλικό και νερό και πάνω του δημιουργούν διάφορα σχήματα και παραστάσεις είτε αυτές αφορούν την παραγωγή είτε την υγεία είτε την οικογένεια.
Μετά το ψήσιμό του είναι έτοιμο να κοπεί, την ώρα του φαγητού, το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς.
Στα Τρίκαλα οι νοικοκυρές του σπιτιού, κάνουν ζυμάρι στο οποίο τοποθετούν νόμισμα, ένα κομμάτι κλήμα, άχυρο ή χορταράκι, μία μικρή πέτρα όπως κι ένα σπόρο καλαμποκιού.
Στο μεσημεριανό τραπέζι ο νοικοκύρης του σπιτιού θα κόψει τη βασιλόπιτα αφού πρώτα τη φέρει τρεις φόρες γύρω στο ταψί. Στη συνέχεια θα την μοιράσει σε κομμάτια με σειρά ηλικίας σε όλα τα μέλη της οικογένειας.
Σε όποιον πέσει το κλήμα θα έχει πολλά σταφύλια, σε όποιον πέσει η μικρή πέτρα θα είναι δυνατός στην υγεία του, ενώ αυτός που θα πετύχει το άχυρο ή το χόρτο θα αποκτήσει πολλά ζώα, αυτός που θα πετύχει το νόμισμα θα γίνει πλούσιος και τέλος αυτός που θα πετύχει τα καλαμπόκι, θα κερδίσει τη φετινή σοδειά.
Η «καλή χέρα» παραμένει ένα από τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς στο Ηράκλειο της Κρήτης όπου συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Επίσης, υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας. Οι Ηρακλειώτες πιστοί στις παραδόσεις καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση.
Εκτός από τη βασιλόπιτα, οι γυναίκες της Σάμου φτιάχνουν και την «προβέντα». Πρόκειται για ένα πιάτο με γλυκά που «κρίνει» τη νοικοκυροσύνη της Σαμιώτισσας. Απαραίτητο «συστατικό» κάθε σπιτιού είναι το σπάσιμο του ροδιού και το σκόρπισμα των σπόρων του ώστε να γεμίσει το σπίτι ευτυχία και υγεία, ενώ οι τυχεροί που θα κάνουν ποδαρικό, παίρνουν τα «μπουλιστρίνα», το γνωστό σε όλους μας χαρτζιλίκι.
Πρόκειται για ένα πολύ παλιό έθιμο κατά τη διάρκεια του οποίου όλοι κάθονται γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ’ αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.
Με ρίζες από τον Πόντο, οι «Μωμόγεροι» αναβιώνουν κάθε χρόνο στους Σιταγρούς και στα Πλατανιά της Δράμας. Πρόκειται για ένα είδος λαϊκού παραδοσιακού θεάτρου, όπου οι πρωταγωνιστές μιμούνται γεροντικά πρόσωπα, εξ΄ου και η ετυμολογία της λέξης «μωμόγερος» από το μίμος+ γέρος.
Στη Φλώρινα αναβιώνουν τα «Μπαμπάρια». Πρόκειται για άντρες μεταμφιεσμένους με στολές και προσωπίδες από προβιές αρνιού, που προσπαθούν να παραδώσουν σώα τη νύφη στο γαμπρό. Το έθιμο γιορτάζει το ξύπνημα της γης.
Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς στην Κύπρο είναι πολλά και μαγευτικά κυρίως για τα παιδιά και τα περιμένουν κάθε χρόνο με λαχτάρα. Είναι τυχαιρά τα παιδιά που ζουν στην ύπαιθρο όπου γονείς και παππούδες κρατούν τις παραδόσεις από γενιά σε γενιά.
Σε όλη την Κύπρο τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς είναι τα ίδια με μικρές διαφορές ανάλογα με την περιοχή. Μικροί και μεγάλοι, γίνονται ξανά παιδιά, αναβιώνουν έθιμα και παραδόσεις και διασκεδάζουν μετά από το σαρανταήμερο νηστείας των Χριστουγέννων.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς
Παραμονή Πρωτοχρονιάς ονομάζουμε τη μέρα πριν την Πρωτοχρονιά. Παλαιότερα, τη μέρα αυτή οι νοικοκυρές συνήθιζαν να καθαρίζουν και να στολίζουν τα σπίτια τους. Τα παιδιά βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού και περίμεναν με αγωνία τον Αϊ-Βασίλη. Αρκετά είναι τα έθιμα στην Κύπρο που σχετίζονται με αυτή τη μέρα και είναι καλό να τα θυμίζουμε στα παιδιά μας.
Το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς έψηναν κόλλυβα, τα έβαζαν σε ένα πιάτο και πάνω τοποθετούσαν την βασιλόπιτα (παλαιότερα το έφτιαχναν σαν ψωμί με σουσάμι, σήμερα είναι σαν κέικ) και πάνω στο ψωμί/βασιλόπιτα έβαζαν ένα κερί.
Στην περιοχή Ριζοκαρπάσου, έφτιαχναν με ζυμάρι τα «Άη Βασιλούθκια» (ανθρωπόμορφα ψωμάκια), που έδιναν στα παιδιά την Πρωτοχρονιά για να φάνε.
Παράλληλα, έφτιαχναν τα «Βασιλούθκια», δηλαδή σ’ ένα δοχείο τοποθετούσαν σιτάρι με νερό για να βλαστήσει ο σπόρος. Εάν το σιτάρι βλαστούσε σε σαράντα μέρες, αυτό ήταν ένδειξη ότι θα είναι καλοχρονιά για τους γεωργούς και έτσι ο νοικοκύρης θα το φύτευε στα χωράφια του για να έχει καλή χρονιά.
Το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς έκοβαν κλωνάρια ελιάς για να στολίσουν την εξώπορτα τους. Μερικά κλωνάρια ελιάς τα κρατούσαν για το βράδυ που θα μαζεύονταν γύρω από το τζάκι.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τοποθετούσαν πάνω στο τραπέζι το πιάτο με τα κόλλυβα, τη βασιλόπιτα και το αναμμένο κερί. Δίπλα έβαζαν ένα ποτήρι κρασί, μια κτένα (για να κτενίσει τα γένεια του ο Άη Βασίλης), ένα κλαδί ελιάς και το πουγγί (πορτοφόλι) του οικοδεσπότη. Πίστευαν ότι το βράδυ θα περνούσε ο Άγιος Βασίλης να πιει κρασί, να φάει κόλλυβα και να ευλογήσει το πορτοφόλι τους για να είναι πάντα γεμάτο λεφτά.
Μαζεύονταν γύρω από το τζάκι όλη η οικογένεια και οι νεαρές κοπέλες συνήθως έκοβαν δύο φυλλαράκια ελιάς σε σχήμα σταυρού και τα πέταγαν μέσα στη φωτιά λέγοντας:
«Αϊ Βασίλη βασιλιά δείξε και φανέρωσε αν μ’αγαπά ο καλός μου.»
Αν τα φυλλαράκια πετάγονταν πάνω στη φωτιά τότε σήμαινε ότι ο καλός τους, τους αγαπούσε. Αν τα φυλλαράκια έμεναν εκεί και καιγόταν τότε ο καλός τους δεν τους αγαπούσε.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς διασκέδαζαν επίσης λέγοντας διάφορα πρωτοχρονιάτικα τραγούδια. Ένα από τα πιο συνηθισμένα ήταν το πιο κάτω:
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
-Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθε κατεβαίνεις;
-Από την μάνα μου έρχομαι και στο σχολείο πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
-Εγώ μαθαίνω γράμματα, τραγούδια δεν ξέρω.
Και σαν μαθαίνεις γράμματα πες μας την Αλφαβήτα.
Και το ραβδί του ακούμπησε να πει την Αλφαβήτα.
Στην αλλαγή του χρόνου μαζεύονταν (όλο το σόι) σ’ ένα σπίτι και εκεί έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν μέχρι που έμπαινε ο καινούριος χρόνος. Οι παππούδες και γιαγιάδες δίπλα στο τζάκι ζεσταίνονταν και έλεγαν ιστορίες στα παιδιά.
Μετά τα μεσάνυκτα τα παιδιά κουρασμένα, πήγαιναν για ύπνο με ενθουσιασμό γιατί ήξεραν ότι θα επισκεφτεί το σπίτι τους ο Άγιος Βασίλης και αν ήταν φρόνιμα όλο το χρόνο, θα τους έφερνε το δώρο που ζήτησαν. Τα μικρά παιδιά βέβαια, προσπαθούσαν να μην αποκοιμηθούν για να μπορέσουν να δουν τον Άγιο, αλλά τα ματάκια τους γρήγορα κουράζονταν και κοιμόντουσαν.
Πρωτοχρονιά
Πρωί πρωί μικροί και μεγάλοι πήγαιναν στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
Παλαιότερα, μόλις τελείωνε η Πρωτοχρονιάτικη Λειτουργία, επέστρεφαν στο σπίτι όπου έπρεπε να μπούν με το δεξί πόδι πρώτα, για να είναι όλη η χρονιά καλή. Αμέσως μετά, έκοβαν την πατροπαράδοτη βασιλόπιτα όπου είχε ένα νόμισμα που όποιος το έβρισκε, ήταν ο τυχερός της χρονιάς.
Για το κόψιμο της Βασιλόπιτας, ο νοικοκύρης του σπιτιού αφού την σταύρωνε με ένα μαχαίρι, την έκοβε σε τριγωνικά κομμάτια. Το πρώτο κομμάτι το πρόσφεραν στο Χριστό, το δεύτερο στους φτωχούς ανθρώπους, το τρίτο στο νοικοκύρη και τα υπόλοιπα μοιράζονταν σε όλα τα μέλη της οικογένειας ξεκινώντας από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο.
Σε κάποιες άλλες περιοχές τις Κύπρου την μοίραζαν ως εξής:
Το πρώτο κομμάτι ήταν για τον Χριστό, το δεύτερο για την Παναγία, το τρίτο τον Άγιο Βασίλειο, το τέταρτο για το σπίτι και πέμπτο για τους ξενητεμένους της οικογένειας. Ακολουθούσε το μοίρασμα στα μέλη της οικογένειας με σειρά από τον μικρότερο στον μεγαλύτερο.
Τα παιδιά είχαν μεγάλη αγωνία για το ποιος θα βρει το κρυμμένο νόμισμα, γιατί όποιος το έβρισκε θα ήταν τυχερός όλη τη χρονιά. Μετά την βασιλόπιτα, σειρά είχε το άνοιγμα των δώρων που είχε φέρει ο Άγιος Βασίλης το προηγούμενο βράδυ.
Το Χρισουγεννιάτικο Δέντρο
Τα δώρα που έφερνε ο Άγιος Βασίλης, τα τοποθετούσε κάτω από το δέντρο το οποίο δεν είχε την υπέρλαμπρη μορφή που έχει σήμερα. Ήταν φυσικό πεύκο συνήθως, που έκοβαν οι ίδιοι οι νοικοκύριδες του κάθε σπιτιού. Το έφερναν σπίτι, το τοποθετούσαν σε ένα κουβά με άμμο για να στέκεται καλά και περιτύλιγαν τον κουβά με βαμβάκι για να μοιάζει με χιόνι. Βαμβάκι έβαζαν και στο πεύκο σκορπιστά πάνω στις βελόνες του. Αντί για μπάλες, έβαζαν μπαλόνια και κουκουνάρια. Αργότερα, μαζί με τα μπαλόνια, κουκουνάρια και βαμβάκι, έβαζαν και πολύχρωμα λαμπάκια, όπως αυτά που ξέρουμε σήμερα.
Πολύ παλαιότερα, την ημέρα της πρωτοχρονιάς έπαιρναν τα κόλλυβα που ευλόγησε το βράδυ της παραμονής ο Άγιος Βασίλης και τα σκορπούσαν στα χωράφια για είναι ευλογημένα και να έχουν μεγάλη σοδειά. Τα υπόλοιπα τα έπαιρναν οι νέες κοπέλες του σπιτιού μαζί τους στην βρύση του χωριού πολύ νωρίς το πρωί όταν πήγαιναν να γεμίσουν τις στάμνες τους, γιατί εκείνη την εποχή δεν είχε νερό στα σπίτια όπως σήμερα. Τα έριχναν στη βρύση , έπλεναν το πρόσωπο τους με το καθαρό νερό της βρύσης και έλεγαν:
«βρύση μου να τα κάλλη μου και δωσ’μου τα δικά σου»
και πίστευαν ότι μ’αυτό το έθιμο θα γινόντουσαν πιο όμορφες.
Κατά το μεσημέρι μαζευόταν όλη η οικογένεια με συγγενείς και φίλους για το πρωτοχρονιάτικο γλέντι που κρατούσε μέχρι το βράδυ. Αντάλλαζαν δώρα, έδιναν «πουλουστρίνα» (ένα μικρό χρηματικό ποσό), την οποία ζητούσαν τα παιδιά από τους δικούς τους όταν πήγαιναν να τους ευχηθούν. Οι συγγενείς πάντα με κέφι και εορταστική διάθεση τους έδιναν χρήματα ή εδέσματα.