Παρατηρώντας τις κινήσεις της Τουρκίας στο διεθνές περιβάλλον αναδεικνύεται η σπασμωδική υπερκινητικότητά της. Αν κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο Μεγάλος Ασθενής που οι Μεγάλες Δυνάμεις έσπευδαν στο προσκέφαλό της για να μη φτάσει η τσαρική Ρωσία στη Μεσόγειο, σήμερα η Τουρκία φαντάζει ως ο απρόβλεπτος δρων που δεν μπορεί να διαβαστεί εύκολα. Είναι όμως έτσι;
Ο Τούρκος πρόεδρος εδώ και χρόνια ακολούθησε μια εξωτερική πολιτική που έφερε την Τουρκία απέναντι σε σχεδόν όλα τα κομβικά κράτη της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Δεν θα επεκταθώ στο ζήτημα αυτό αφού οι λεπτομέρειες είναι ήδη γνωστές. Ομως, η στάση αυτή δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα στην Αγκυρα, κυρίως γιατί προσέφερε τη δυνατότητα στην ελληνική διπλωματία να συμπληρώσει επιτυχώς τα κενά που παρήγαγε ο τουρκικός ναρκισσισμός.
Ο πόλεμος όμως στην Ουκρανία, μια σύγκρουση μετάβασης σε μια νέα μορφή συστημικής ισορροπίας ισχύος, όπως έχω γράψει σε παλαιότερο άρθρο μου εδώ, ενίσχυσε κάποια παλαιότερα δεδομένα που όμως πρέπει πλέον να ιδωθούν υπό νέο πρίσμα. Τα δεδομένα αυτά έχουν να κάνουν με τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας, για άλλη μια φορά, ως κράτος πρώτης γραμμής απέναντι στη Ρωσία, αλλά και το πλέγμα των πρωτοβουλιών που η Αθήνα καλείται να αναλάβει, ως κομβικός παράγοντας οικοδόμησης της νέας ενεργειακής δομής της Ε.Ε. Για την Τουρκία η διττή ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας αποτελεί μείζον ζήτημα, κυρίως εξαιτίας του τρόπου που η Αγκυρα διαχρονικά εφαρμόζει την εξωτερική της πολιτική, βασιζόμενη στο παίγνιο του μηδενικού αθροίσματος.
Ο,τι χάνει η ίδια ενισχύει τον αντίπαλο και το αντίστροφο. Η ερώτηση που αξίζει να απαντηθεί εδώ είναι για ποιο λόγο η Τουρκία έχει επιλέξει την Ελλάδα ως αντίπαλό της; Κάποιοι θα σπεύσουν να σημειώσουν ότι η Ελλάδα είναι ο βολικός αντίπαλος. Η υπεραπλούστευση αυτή εκκινεί από τη βεβαιότητα ότι το διεθνές σύστημα απαρτίζεται από μικρά ή μεγάλα κράτη και ότι τα πρώτα υποτάσσονται στη βούληση των δεύτερων δίχως τη δυνατότητα μεταβολής του θουκυδίδειου πεπρωμένου.
Ασφαλώς και στον 21ο αιώνα ο διαχωρισμός αυτός είναι πλέον εκτός πραγματικότητας, αφού η διαχωριστική γραμμή τοποθετείται μεταξύ των έξυπνων και των λιγότερο έξυπνων κρατών, ενώ ακόμη και ο πλέον πωρωμένος Τούρκος αναλυτής που νυχθημερόν προφητεύει υπερήφανες νίκες στο Αιγαίο, γνωρίζει ότι το πλήγμα που θα δεχθεί η Τουρκία στρατιωτικά, οικονομικά αλλά και διπλωματικά σε περίπτωση που τα πράγματα οδηγηθούν σε ευθεία ρήξη με την Ελλάδα, θα είναι μη διαχειρίσιμο για τους μηχανισμούς του βαθέος κράτους.
Σε επίπεδο όμως υψηλής στρατηγικής ο λόγος που η Αγκυρα συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου είναι γιατί ελπίζει ότι μέσω της αύξησης της πίεσης σε Αθήνα, Λευκωσία και Ουάσιγκτον θα οδηγηθούμε με ανακούφιση στο τραπέζι των συνομιλιών που ξεπεράσαμε τον σκόπελο της ρήξης σε μια συνεργατική συναντίληψη σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία θέτει σε εφαρμογή το τελευταίο στρατηγικό της χαρτί, το δόγμα του Τρελού, προβάλλοντας το αξίωμα ότι είτε συναινείς με τις βουλήσεις της, όσο παράλογες κι αν είναι, ή θα ακολουθήσει σύγκρουση.
Ασφαλώς, από τον σχεδιασμό στην εφαρμογή μεσολαβεί η πραγματικότητα που δεν ευνοεί την Αγκυρα. Η τουρκική εθνική ενότητα είναι σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, η ελληνική σκληρή ισχύς και το υψηλό ηθικό των Ελλήνων προβληματίζουν τους Τούρκους αναλυτές, ενώ ακόμη και ο πλέον αδαής μπορεί να καταλάβει ότι αυτός που θα ανοίξει πρώτος την πόρτα του τρελοκομείου δεν θα σκοτώσει μόνο την ειρήνη στην περιοχή αλλά και τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ με ό,τι αυτό θα σημάνει για το παρόν και το μέλλον του κράτους, που θα προβεί σε μια τέτοια κίνηση.
Αν και αντίθετος στο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής που προστάζει το μη μου τους κύκλους τάραττε, υποστηρίζω ότι η Αθήνα ούτε βρίσκεται υπό πίεση ούτε σε μειονεκτική θέση έναντι της Αγκυρας. Η πίεση αφορά την Τουρκία μιας και πλέον ηχεί καθημερινώς για το κράτος και τους πολίτες του το οντολογικό ερώτημα με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις, επομένως δεν θα πρέπει εμείς να σπεύσουμε να δώσουμε τη λύση της εσωτερικής αποσυμπίεσης με όρους που δεν θα διασφαλίζουν πρωτίστως το ημέτερο εθνικό συμφέρον, τη διασφάλιση δηλαδή της εθνικής ακεραιότητας και του αναβαθμισμένου ρόλου της χώρας σε επίπεδο διατλαντικής στρατηγικής συμμετοχής και διακομιστικής ενεργειακής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σπύρος Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.