Η τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της προηγούμενης εβδομάδας ήταν ενδεικτική της κρισιμότητας της περιόδου που διανύουμε. Ένα χρόνο έπειτα από το ξέσπασμα της πανδημίας στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον πλανήτη, όλοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο εμβόλιο κατά του covid.
Όμως η επαλήθευση των ελπίδων φαίνεται ότι είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσβατος.
Με τους πρωτοφανείς ρυθμούς και τον συντονισμό της έρευνας, των πειραματικών και των κλινικών δοκιμών, η παραγωγή των εμβολίων κατέστη δυνατή σε χρόνο ρεκόρ.
Πλην όμως, στο κομβικό σημείο στο οποίο βρισκόμαστε, φαίνεται ότι η λύση και η απαλλαγή δεν θα είναι τόσο απλή. Και αυτό οφείλεται στην αδυναμία(;) των εταιρειών να παράξουν και να διανείμουν σε ταχύ χρόνο τις απαιτούμενες δόσεις εμβολίων για ολόκληρο τον πλανήτη. Ή, κατά μία άλλη εκδοχή, ότι παρά τις διακηρύξεις τους, οι φαρμακευτικές εταιρείες διαθέτουν μαζικά τα εμβόλια, όπου υπάρχει καλύτερη τιμή…
Οι παραδόσεις της Pfizer στην Ευρώπη καθυστερούν, το ίδιο διαμήνυσε την προηγούμενη εβδομάδα και η Astra Zeneca, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται ο ρυθμός εμβολιασμού και η αβεβαιότητα να συμβαδίζει με την προσδοκία, η οποία πλέον εκδηλώνεται δίχως ιδιαίτερη ένταση.
Την ίδια ώρα, στο Ισραήλ, τη χώρα με τον ταχύτερο ρυθμό και το υψηλότερο ποσοστό εμβολιασμού του πληθυσμού, διαπιστώνεται σε έρευνες, ότι τα ποσοστά ανόσιας του πληθυσμού ήδη από την πρώτη δόση είναι ιδιαιτέρως υψηλά. Ίσως αυτή να είναι καθοριστικής σημασίας παράμετρος στην συγκεκριμένη συγκυρία.
Θα μπορούσε να οδηγήσει σε τροποποίηση των στρατηγικών εμβολιασμού, ώστε να γίνουν περισσότερες μονές δόσεις σε μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Βεβαιότητα δεν μπορεί όμως να υπάρξει ούτε και γι’ αυτό, καθώς από το στάδιο της ελλιπούς γνώσης για τον ίδιο τον ιό, έχουμε περάσει στο στάδιο των περιορισμένων δεδομένων ως προς τον εμβολιασμό, τα επίπεδα ανοσίας που επιτυγχάνονται, τη διάρκεια της, κλπ.
Όσο καταγράφονται αυτά, εντοπίζονται νέες μεταλλάξεις του ιού, για τις οποίες επικρατεί επίσης σύγχυση ως προς το αν είναι περισσότερο μεταδοτικές ή περισσότερο θανατηφόρες, αν αντιμετωπίζονται με τα υπάρχοντα εμβόλια, αν υπάρχουν περιθώρια παράλληλης παραγωγής «μεταλλαγμένων» εμβολίων και σε ποιο χρόνο, πόσο θα πάρει μία τέτοια προσαρμογή, αν θα μας προλάβει ο επόμενος χειμώνας, αν τελικά θα δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων (βλ. κολχικίνη) και τόσα άλλα ερωτήματα, τα οποία συνθέτουν ένα πλέγμα αγωνίας και ρευστότητας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, εξακολουθεί να ισχύει ότι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, όμως για την Ελλάδα τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Οι εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας είναι εξαιρετικά δυσχερείς αυτή τη στιγμή, ωστόσο μία παράμετρος αναγκαστικά προξενεί ιδιαίτερη ανησυχία: Ο τουρισμός.
Κατά πόσο μπορεί κανείς να βασίζεται στο ότι και το 2021 δεν θα είναι μία χαμένη χρονιά; Πιθανώς το δράμα του 2020 να μην επαναληφθεί στον ίδιο βαθμό, πάντως ό,τι κι αν συμβεί με τα διαφαινόμενα δεδομένα, μία επιστροφή στα προ πανδημίας επίπεδα δεν είναι ρεαλιστική προσδοκία.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση επιμένει στο ευρωπαϊκό πιστοποιητικό εμβολιασμού, το οποίο ωστόσο προσκρούει στις αντιδράσεις ισχυρών κρατών-μελών, αλλά και στις περιπλοκές από την πορεία των εμβολιασμών, τα διαφορετικά επιδημιολογικά δεδομένα ανά τον πλανήτη, τις μεταλλάξεις κλπ.
Κατανοεί κάποιος εύκολα, ότι αν και φέτος χαθούν τα τουριστικά έσοδα, η ελληνική οικονομία θα βρεθεί ένα βήμα πριν τη «διασωλήνωση». Και θα όφειλαν να κατανοήσουν όλοι, ότι στην εποχή των πανδημιών τα βήματα αναδιάρθρωσης της οικονομίας και εγκατάλειψης της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού, πρέπει να είναι μεγαλύτερα και ταχύτερα.
Εκτός αν κάποιοι έχουν άλλες μαγικές λύσεις ή έχουν αποφασίσει ότι η χώρα θα συνεχίσει να βαδίζει εξαρτώμενη από έναν κλάδο με τόσο μεγάλο βαθμό αβαβεβαιότητας και ρευστότητας.
Άγγελος Κωβαίος, Reporter